Θρᾳκικά

Θρᾳκικά
Θρᾳκικός
neut nom/voc/acc pl
Θρᾳκικά̱ , Θρᾳκικός
fem nom/voc/acc dual
Θρᾳκικά̱ , Θρᾳκικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θρακικά — Περιοδικό (1928 44), στο οποίο καταχωρήθηκαν αξιόλογα λαογραφικά, ιστορικά και γλωσσολογικά άρθρα σχετικά με τη Θράκη …   Dictionary of Greek

  • Θρᾳκικάς — Θρᾳκικά̱ς , Θρᾳκικός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Pistyros — am Südostrand der Lekani Berge Pistyros (griechisch Πίστυρος), Bistiros (Βίστιρος)[1] oder Pisteira (Πίστειρα)[2] war eine befestig …   Deutsch Wikipedia

  • СОСТРАТ —    • Sostrătus,          Σώστρατος,        1. морской разбойник, который завладел островом Галонесом, принадлежавшим афинянам, но был снова изгнан Филиппом Македонским;        2. сын Аминты Стимфейского, участвовал вместе с Гермолаем в заговоре… …   Реальный словарь классических древностей

  • КАЛЛИСФЕН —    • Callisthĕnes,          Καλλισθένης,        1. родился ок. 360 г. до Р. X. в Олинфе, близкий родственник философа Аристотеля, у которого он учился вместе с Александром Великим. Потом он жил в Афинах, где особенно занимался историей. Когда… …   Реальный словарь классических древностей

  • Konstantinos A. Dimadis — Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (* 1940) ist ein griechischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik an der Freien Universität Berlin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Arbeitsschwerpunkte 3 Schriften …   Deutsch Wikipedia

  • EDON — Servio mo ns est Thraciae, aut certe in ea parte Maeedoniae, quae Thraciae proxima est, qui a Plin l. 4. c. 11. appellatur Edonus. Virg. Aen. l. 12. v. 365. Ac velus Edoni Boreae cum spiritus alto Insonat Aegao, Stat. Tristius Edonas hiemes,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”